καταρτισμός

καταρτισμός
καταρτ-ισμός, ,
A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12.
II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.).
III furnishing, preparation,

αὐλῆς PTeb.33.12

(ii B.C.);

ἱματίον PRyl. 127.28

(i A.D.).
IV training, discipline,

τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταρτισμός — restoration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμός — ο (AM καταρτισμός) [καταρτίζω] 1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου») 2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ) αρχ. 1. επανόρθωση 2. η επαναφορά εξαρθρωμένου… …   Dictionary of Greek

  • καταρτισμοῖς — καταρτισμός restoration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμοί — καταρτισμός restoration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμοῦ — καταρτισμός restoration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμούς — καταρτισμός restoration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμῶν — καταρτισμός restoration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμῷ — καταρτισμός restoration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμόν — καταρτισμός restoration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαταρτισμός — ο νέος καταρτισμός, αναδιοργάνωση, νέα διαρρύθμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταρτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”